Τα Σαυρίσχια (Saurischia, από τα ελληνικά σαύρος και ισχίον)[1] είναι μία από τις δύο τάξεις, ή βασικές κατηγορίες, δεινοσαύρων. Το 1888, ο Χάρι Σίλεϊ ταξινόμησε τους δεινόσαυρους σε δύο τάξεις με βάση την δομή του ισχίου τους.[2] Τα σαυρίσχια διαχωρίζονται από τα ορνιθίσχια από την διατήρηση της αρχέγονης διάταξης των οστών του ισχίου.
Όλοι οι σαρκοφάγοι δεινόσαυροι (τα θηριόποδα) είναι σαυρίσχιοι, καθώς και ένας από τους κύριους κλάδους φυτοφάγων δεινόσαυρων, τα σαυροποδόμορφα. Στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου, όλα τα σαυρίσχια πλην των πτηνών εξαφανίστηκαν. Αυτό αναφέρεται και ως συμβάν εξαφάνισης Κρητιδικού-Τριτογενούς. Τα σύγχρονα πτηνά, ως άμεσοι απόγονοι μίας ομάδας θηριόποδων δεινοσαύρων,[3] θεωρούνται υπο-κλάδος των σαυρίσχιων δεινοσαύρων στην φυλογενετική ταξινόμηση.
Οι σαυρίσχιοι ξεχωρίζουν από τους ορνιθίσχιους από την τριμερή δομή της λεκάνης, με το ηβικό οστούν να είναι στραμμένο προς τα εμπρός. Η λεκάνη των ορνιθίσχιων διατάσεται με το ηβικό οστό στραμμένο προς τα πίσω, παράλληλα με το ισχίο, συχνά με μία στραμμένη προς τα εμπρός απόφυση κάνοντας την δομή τετραμερή.
Η δομή του ισχίου των ορνιθίσχιων μοιάζει επιφανειακά με αυτή των πτηνών, πράγμα που οδήγησε τον Σίλεϊ να τα ονομάσει έτσι, αν και δεν πρότεινε κάποια συγκεκριμένη συγγένεια με τα πτηνά. Ονόμασε τα σαυρίσχια έτσι γιατί διατηρούσαν την ανατομία του αρχέγονου ισχίου που βρίσκεται και στις σύγχρονες σαύρες.
Εντούτοις, όπως αποκάλυψαν μεταγενέστερες μελέτες, η δομή του ισχίου των σύγχρονων πτηνών στην πραγματικότητα εξελίχθηκε ανεξάρτητα, από την δομή των σαυρίσχιων, και συγκεκριμένα από μια υποομάδα σαυρίσχιων, τα Μανιράπτορα, κατά την Ιουράσια περίοδο. Σε αυτό το παράδειγμα συγκλίνουσας εξέλιξης, τα πτηνά ανέπτυξαν ισχία παρόμοια με αυτά των προγενέστερων ορνιθίσχιων, και στις δύο περιπτώσεις πιθανώς ως προσαρμογή στην φυτοφάγα ή παμφάγα δίαιτα.
Στην εργασία του όπου ονόμασε τις δύο ομάδες, ο Σίλεϊ εξέτασε τα προηγούμενα σχέδια ταξινόμησης άλλων παλαιοντολόγων για την διαίρεση της παραδοσιακής τάξης Δεινοσαύρια. Προτίμησε την ταξινόμηση του Όθνιελ Τσαρλς Μαρς του 1878, όπου χώριζε τους δεινόσαυρους σε τέσσερεις τάξεις: Σαυρόποδα, Θηριόποδα, Ορνιθόποδα και Στεγοσαύρια (τα ονόματα αυτά βρίσκονται ακόμα σε χρήση σημέρα, και αναφέρονται κατά τον ίδιο περίπου τρόπο σε υποτάξεις ή κλάδους εντός των Σαυρίσχιων ή των Ορνιθίσχιων).[2]
Ο Σίλεϊ, ωστόσο, ήθελε να διατυπώσει μία ταξινόμηση η οποία θα λάμβανε υπόψη μία μόνο κύρια διαφορά μεταξύ ομάδων δεινοσαύριων με βάση ένα χαρακτηριστικό που θα τα διαφοροποιούσε και από τα υπόλοιπα ερπετά. Βρήκε αυτό που ήθελε στη διάταξη των οστών του ισχίου, και διαπίστωσε ότι όλες οι τέσσερις τάξεις του Μαρς μπορούσαν να διαχωριστούν συστηματικά σε δύο κύριες ομάδες με βάση αυτό το χαρακτηριστικό. Τοποθέτησε τα Στεγοσαύρια και τα Ορνιθόποδα στα Ορνιθίσχια, και τα Θηριόποδα και τα Σαυρόποδα στα Σαυρίσχια. Επιπλέον, ο Σίλεϊ χρησιμοποίησε αυτή τη μείζονα διαφορά στα οστά του ισχίου, μαζί με άλλες παρατηρημένες διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες, ώστε να διατυπώσει την άποψη ότι οι «δεινόσαυροι» δεν ήταν καθόλου φυσική ομαδοποίηση, αλλά μάλλον δύο διακριτές τάξεις που εξελίχθηκαν ανεξάρτητα από πιο πρωτόγονους αρχόσαυρους.[2] Η ιδέα ότι ο όρος «δεινόσαυροι» ήταν ξεπερασμένος όρος για δύο διακριτές τάξεις διατηρήθηκε για πολλές δεκαετίες στην επιστημονική και στην κοινή λογοτεχνία, μέχρι την δεκαετία του 1960 οπότε οι επιστήμονες άρχισαν ξανά να εξετάζουν την πιθανότητα τα σαυρίσχια και τα ορνιθίσχια να είναι πιο συγγενικά μεταξύ τους παρά με τους υπόλοιπους αρχόσαυρους.
Αν και η ιδέα του ότι τα Δεινοσαύρια ήταν παραφυλετική ομάδα δεν είναι πλέον αποδεκτή από τους παλαιοντολόγους, η βασική διαίρεση των δεινοσαύριων από τον Σίλεϊ σε δύο ομάδες άντεξε στον χρόνο, και υποστηρίζεται πλέον από σύγχρονες κλαδιστικές αναλύσεις των σχέσεων ανάμεσα στους δεινόσαυρους.[4] Μία εναλλακτική υπόθεση που αμφισβητεί την ταξινόμηση του Σίλεϊ προτάθηκε από τον Ρόμπερτ Μπάκερ στο βιβλίο του το 1986, The Dinosaur Heresies. Η ταξινόμηση του Μπάκερ χώρισε τα θηριόποδα στη δική τους ομάδα και τοποθέτησε τις δύο ομάδες των φυτοφάγων δεινοσαύρων (σαυροποδόμορφα και ορνιθίσχια) μαζί σε ξεχωριστή ομάδα την οποία ονόμασε Φυτοδεινοσαύρια.[5] Η υπόθεση των φυτοδεινοσαύριων βασίστικε εν μέρει στον υποτειθέμενο σύνδεσμο μεταξύ ορνιθίσχιων και προσαυρόποδων, και την ιδέα ότι τα πρώτα εξελίχθηκαν άμεσα από τα τελευταία, πιθανώς μέσω μιας αινιγματικής οικογένειας η οποία φαίνεται ότι είχε χαρακτηριστικά και των δύο ομάδων, τους σεγνόσαυρους.[6] Διαπιστώθηκε εντούτοις αργότερα ότι οι σεγνόσαυροι ήταν στην πραγματικότητα ασυνήθιστος τύπος φυτογάγων θηριόποδων σαυρίσχιων, στενοί συγγενείς των πτηνών, και έτσι η υπόθεση των φυτοδεινοσαύριων έχασε έδαφος.
Επιπλέον, τα γένη Teyuwasu και Agnosphitys ενδέχεται να αναπαριστούν πρώιμους σαυρίσχιους, ή πρωτόγονους μη-δεινόσαυρους.
Το ακόλουθο κλαδόγραμμα προέρχεται από τον Weishampel et al., 2004.[4]
Σαυρίσχια†Κερατοσαύρια (συμπ. †Κοιλοφυσοειδή)
Τα Σαυρίσχια (Saurischia, από τα ελληνικά σαύρος και ισχίον) είναι μία από τις δύο τάξεις, ή βασικές κατηγορίες, δεινοσαύρων. Το 1888, ο Χάρι Σίλεϊ ταξινόμησε τους δεινόσαυρους σε δύο τάξεις με βάση την δομή του ισχίου τους. Τα σαυρίσχια διαχωρίζονται από τα ορνιθίσχια από την διατήρηση της αρχέγονης διάταξης των οστών του ισχίου.
Όλοι οι σαρκοφάγοι δεινόσαυροι (τα θηριόποδα) είναι σαυρίσχιοι, καθώς και ένας από τους κύριους κλάδους φυτοφάγων δεινόσαυρων, τα σαυροποδόμορφα. Στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου, όλα τα σαυρίσχια πλην των πτηνών εξαφανίστηκαν. Αυτό αναφέρεται και ως συμβάν εξαφάνισης Κρητιδικού-Τριτογενούς. Τα σύγχρονα πτηνά, ως άμεσοι απόγονοι μίας ομάδας θηριόποδων δεινοσαύρων, θεωρούνται υπο-κλάδος των σαυρίσχιων δεινοσαύρων στην φυλογενετική ταξινόμηση.