Nevgulur skrápur (frøðiheiti - Calonectris diomedea)
Välimerenliidäi (Calonectris diomedea) on valgeiliidäjien suguh kuului lindu.
Ο Αρτέμης είναι θαλάσσιο πελαγικό πτηνό της οικογενείας των Ρινοτρυπιδών, που απαντά στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Calonectris diomedea και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό). [2]
Η επιστημονική ονομασία του γένους Calonectris, έχει ελληνική ρίζα, εκ του Καλονηκτρίς (καλή + νηκτρίς = κολυμβήτρια) [[ΕΤΥΜ. μτγν. < νήκτης ≪κολυμβητής≫ < αρχ. νήχω ≪κολυμπώ≫ < νέω≪κολυμπώ≫ (άσχετο προς το ρ. νέω ≪γνέθω, κλώθω≫, βλ. λ. νήμα) + εμφατ.επίθημα -χω. Το αρχ. νέω ≪κολυμπώ≫ αποτελεί την ασθενή βαθμ. τού I.E.*sna- ≪πλέω, κολυμπώ≫, πβ. σανσκρ. snati ≪πλένομαι≫, λατ. nare | natare≪κολυμπώ≫ (> γαλλ. natation ≪κολύμβηση≫, ισπ. natacion) κ.ά.], [4][5] με σαφή αναφορά στις ιδιαίτερες ικανότητες του πτηνού να προσαρμόζεται στα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Ο όρος diomedea στην επιστημονική ονομασία του είδους οφείλεται στο μυθικό ήρωα Διομήδη, βασιλιά του Άργους και σύντροφο του Οδυσσέα στον Τρωικό Πόλεμο, ο οποίος σύμφωνα με μία πολλές εκδοχές εξαφανίστηκε σε ένα από τα Διομήδεια Νησιά της Αδριατικής (σημερινή ονομασία Νησιά Τρέμιτι) και οι σύντροφοί του μεταμορφώθηκαν σε πουλιά. [6]
Η αγγλική ονομασία του πτηνού Scopoli’s Shearwater, δόθηκε προς τιμήν του Αυστριακού ορνιθολόγου Τ. Σκόπολι (Giovanni Antonio Scopoli, 1723-1788). Άγνωστη παραμένει η προέλευση της ελληνικής λαϊκής ονομασίας αρτέμης πιθανός, όμως, να σχετίζεται με το ιστίο (πανί) αρτέμων «φλόκος» των ιστιοφόρων, που σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα του πτηνού να θυελλοπορεί.
Το είδος περιγράφηκε από τον Σκόπολι ως Procellaria diomedea, το 1769. Η ταξινομική του δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί και υπάρχουν αρκετές διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών. Επιπροσθέτως, υπάρχουν προβλήματα ακόμη και στην οικογένεια Procellariidae, όπου κάποιοι μελετητές επιμένουν στη διαίρεσή της σε 3 υποοικογένειες [7] ενώ κάποιοι άλλοι δεν το αποδέχονται. Τα προβλήματα δημιουργήθηκαν από την «εμπλοκή» των χρωμοσωμικών αναλύσεων (mitochondrial cytochrome b gene analysis) στην έρευνα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, γεγονός που έλυσε αρκετά ταξινομικά ζητήματα σε πολλές περιπτώσεις, ενώ περιέπλεξε την κατάσταση σε κάποιες άλλες. [8]
Σύμφωνα με την προηγούμενη ταξινόμηση το taxon κατατασσόταν ως υποείδος (C. d. diomedea) του είδους Calonectris diomedea , με την συγκεκριμένη ταξινομική να εμφανίζει πολλά προβλήματα. Αρχικά, είχε προταθεί η διάσπαση σε δύο διακριτά είδη, τα C. diomedea και C. edwardsii και λίγο αργότερα προτάθηκε η διάσπαση στα C. diomedea και C. borealis. Τελικά, το αρχικό taxon διασπάστηκε σε τρία είδη (τα προηγούμενα υποείδη), αλλά οι διαφωνίες μεταξύ των ταξινομικών φορέων, εξακολουθούν να υφίστανται.
Ο αρτέμης είναι είδος με εξάπλωση στη Μεσόγειο και στον Κ. και Ν. Ατλαντικό. Αναπαράγεται στα νησιά και βράχια στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου (Αλγερία, Κροατία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα, Ισπανία (εκτός των Καναρίων Νήσων), Τυνησία και Τουρκία. [9] Μετά την αναπαραγωγή, τα πουλιά διασπείρονται ευρέως σε διάφορα σημεία του Ατλαντικού, κυρίως στις ανατολικές επικράτειες, προς τις αφρικανικές ακτές, με ορισμένα άτομα από τη Μεσόγειο να ξεχειμωνιάζουν πλησιέστερα, στην Ν. Σικελία [10] και στα Κανάρια. [11]
Μινόρκα, Ίμπιζα, Φορμεντέρα, Καμπρέρα, Conillera και Dragonera των Βαλεαρίδων. Νήσοι Îles d'Hyères στη Γαλλία. Νήσος Έλβα, μικρά νησιά στα ανοικτά της Σικελίας και της Σαρδηνίας, Παντελλερία και Λαμπεντούζα στην Ιταλία. Επίσης, στη Μάλτα, στα παράκτια νησιά της Κροατίας. Κύθηρα και Κυκλάδες στην Ελλάδα.
Ο αρτέμης, όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας όπου ανήκει, είναι ένα πλήρως μεταναστευτικό πτηνό μεγάλων, υπερπόντιων αποστάσεων. Οι πελαγικές μετακινήσεις του είδους εύκολα μπορούν να διαιρεθούν, σε εκείνες προς συχνή αναζήτηση τροφής γύρω από τις περιοχές αναπαραγωγής, στις μεγάλες και γρήγορες, υπερπόντιες μεταναστεύσεις προς τις κύριες περιοχές διαχείμασης και, στις μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις πάλι σε ένα σαφώς προκαθορισμένο έδαφος διαχείμασης. [12]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Αυστρία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, το [Ιράν]] και το Ομάν. [13] Στην Ελλάδα, ο αρτέμης έρχεται τα καλοκαίρια από τις περιοχές διαχείμασης του Ατλαντικού, για να αναπαραχθεί σε όλες τις θάλασσες της επικρατείας. [14] Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιος, διαβατικός μετανάστης [15] και από την Κύπρο ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο πτηνό σε απόκρημνες ακτές και ερημονήσια. [16]
Ο αρτέμης είναι ένα αρκετά μεγάλο θαλασσοπούλι, το μεγαλύτερο από τα μέλη της οικογένειας που αναπαράγονται στον Ατλαντικό, [17], με χαρακτηριστικά που δεν φέρουν κάποιο ιδιαίτερο διαφοροποιητικό στοιχείο. Μοιάζει εξαιρετικά με τον αρτέμη του Κόρι (Calonectris borealis) και, πρακτικά, είναι αδύνατον να ξεχωρίσει από αυτόν στην παρατήρηση πεδίου. [18]
Το μέτωπο και η κορυφή του κεφαλιού έχουν σκουρόγκριζο χρώμα που εκτείνεται από τα ωτικά καλυπτήρια μέχρι το ράμφος, με κάποιες υπόλευκες κηλίδες. Η περιοχή προς τα πλάγια του στήθους και του λαιμού, σταδιακά γίνεται πιο ανοικτόχρωμη γκρίζα. Η ράχη, η ωμοπλάτη και και τα άνω καλυπτήρια φτερά της ουράς είναι είναι επίσης σκουρόγκριζα αλλά με πιο αχνές άκρες, λίγο πιο σκούρα στο κάτω μέρος της ράχης. [19]
Η ουρά είναι σκούρα καφέ, ενώ το πηγούνι και το εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού είναι συνήθως λευκά ή, κάποιες φορές, με υπόλευκα σημεία. Το υπόλοιπο κάτω μέρος είναι είναι λευκό με σκούρα την κάτω επιφάνεια της ουράς. Η άνω επιφάνεια των πτερύγων έχει τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα ερετικά μαυριδερά καφέ, με γκρι-καφέ καλυπτήρια, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι λευκή με σκούρο γκρι περιθώριο σε όλη την περιφέρεια. Το ράμφος είναι ωχροκίτρινο με σκούρο άκρο, η ίριδα σκούρα καφέ, οι ταρσοί και τα πόδια σκούρα σαρκόχρωμα. [20] Τα φύλα είναι όμοια, αλλά το θηλυκό είναι ελαφρύτερο και με λεπτότερο ράμφος. [21]
(Πηγές: [22][23][24][25][26][27][28][29][30][31])
Ο αρτέμης τρέφεται κυρίως με καλαμάρια, μαλάκια, κεφαλόποδα και ψάρια, που συλλαμβάνει από τα επιφανειακά στρώματα της θάλασσας, μπορεί όμως και να καταδύεται για τη σύλληψη της λείας του (μέχρι και σε βάθος 15 μέτρων). Συχνά ακολουθεί τις τράτες για τα απομεινάρια (offal) που πετιούνται στη θάλασσα από τα δίχτυα [32][33] και, αρκετές φορές ακολουθεί τα απόνερα που αφήνουν οι φάλαινες και τα δελφίνια. [34]
Από τα ψάρια, ιδιαίτερη προτίμηση δείχνει στα είδη, Belone belone, Scombresox saurus, Hirundichthys rondeletii, Cheilopogon heterurus κ.α. [35]
Όπως και στα άλλα μέλη της ομάδας του, οι ταρσοί του πτηνού είναι τοποθετημένοι προς το πίσω μέρος του σώματος, γεγονός που το καθιστά εντελώς αδέξιο στη στεριά, όπου «προχωράει» με την κοιλιά και με υποβοήθηση από τις πτέρυγές του. Επίσης, για να απογειωθεί χρειάζεται αρκετό «διάδρομο» απογείωσης, είτε στην ξηρά είτε στη θάλασσα και, πάντοτε κόντρα στον άνεμο. Ο τρόπος με τον οποίο πετάει εξαρτάται από την ταχύτητα των ανέμων.
Η πτήση του, είναι εύκολη αλλά δυνατή στους ήπιους και μέτριους ανέμους, με συνεχή φτεροκοπήματα, (συνήθως 5-8) ακολουθούμενα από αερολίσθηση (gliding) και με τις πτέρυγες ελαφρά λυγισμένες και υπό γωνία προς τα πίσω, συχνά παράλληλα με την επιφάνεια της θάλασσας. [36][37] Όταν οι άνεμοι είναι ισχυροί, πετάει άκοπα, περισσότερο σαν τα άλμπατρος, δηλαδή πιο ψηλά και αιωροπορώντας (soaring), θεωρείται μάλιστα το μοναδικό μέλος της ομάδας του, που αιωροπορεί. [38]
O αρτέμης, όπως και όλα τα γνήσια θαλασσοπούλια, ζεί και τρέφεται στην ανοικτή θάλασσα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, ερχόμενος στην ξηρά μόνο για να αναπαραχθεί. Για την καθημερινή αναζήτηση της τροφής του καλύπτει μεγάλες αποστάσεις δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιομέτρων, αναπαυόμενος στην επιφάνεια του νερού, ενώ συνηθίζει -αντίθετα από άλλα Ρινοτρυπόμορφα- να καταδύεται, επί πλέον, για τη σύλληψη της λείας του εκτός από το να την αναζητά στην επιφάνεια.
Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, είναι ημερόβιο και γενικότερα «σιωπηλό» είδος, αλλά κατά την παραμονή του στην ξηρά και στα αναπαραγωγικά εδάφη, είναι νυκτόβιο και εξαιρετικά θορυβώδες. Όλη η αποικία φωλιάσματος κατακλύζεται από εκατοντάδες ή και χιλιάδες πουλιά που βγάζουν δυνατές, θρηνητικές [39] κραυγές, που έχουν παρομοιωθεί με το δυνατό κλάμα των βρεφών, γεγονός που τα συνέδεσε με διάφορες δοξασίες στην κουλτούρα των λαών οι οποίοι ζουν στις περιοχές αναπαραγωγής.
Η περίοδος αναπαραγωγής των αρτέμηδων ξεκινά τον Απρίλιο, συνήθως όμως από τα τέλη Μαΐου και, μπορεί να παραταθεί μέχρι τον Οκτώβριο. Η ωοτοκία γίνεται εφάπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο και, εάν καταστραφεί, δεν αναπληρώνεται. [40] Είναι σεξουαλικά ώριμοι από το 5ο έτος της ηλικίας τους.
Το είδος εμφανίζει, όπως και άλλα μέλη της οικογένειας, υψηλά επίπεδα φιλοπατρίας (philopatry), ενός φαινομένου κατά το οποίο τα πτηνά επιστρέφουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν με εξαιρετική ακρίβεια, κάτι που δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό από την επιστημονική κοινότητα. Μάλιστα, αυτή η τάση φαίνεται να είναι η ισχυρότερη μέσα στην τάξη (Ρινοτρυπόμορφα. Από μελέτη σε αρτέμηδες που φωλιάζουν κοντά στην Κορσική, διαπιστώθηκε ότι 9 από τα 61 αρσενικά που γεννήθηκαν εκεί, όχι μόνον επέστρεψαν στη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά και στο ίδιο σημείο (βράχο, λαγούμι) όπου γεννήθηκαν και ανατράφηκαν (!) [41] Αντίστοιχη σε ποσοστά είναι και η τάση επιστροφής του ίδιου ζευγαριού στα ίδια εδάφη φωλιάσματος, με τα αρσενικά να είναι «ακριβέστερα» στο ραντεβού τους (σχεδόν το 85% των αρσενικών επιστρέφουν στα ίδια αναπαραγωγικά λημέρια μετά από μια επιτυχημένη προσπάθεια αναπαραγωγής, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα θηλυκά κυμαίνεται περίπου στο 76%). [42]
Το είδος φωλιάζει σε μεγάλες αποικίες, που μπορεί να φθάσουν και τις 25.000 πουλιά σε κάποια απομονωμένα νησιά της Μεσογείου. Τότε δραστηριοποιούνται κατά τη διάρκεια της νύχτας και, όλη η αποικία μετατρέπεται σε ένα τεράστιο θορυβώδες σύνολο, που ακούγεται από πολύ μακριά. Φωλιά δεν κατασκευάζεται, αλλά χρησιμοποιούνται βράχια, σπηλιές και πεδία με διάσπαρτους ογκόλιθους, αποκλειστικά σε άγονα παράκτια νησιά που, καταλαμβάνονται εξ ολοκλήρου. [43] Αρκετά ζευγάρια μπορεί να μοιράζονται μεγάλα κοιλώματα σε σπηλιές, ή χάσματα σε ορθοπλαγιές ή κάτω από μεγάλους ογκόλιθους. [44] Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιούνται και θαλάσσιες σπηλιές, μέχρι και 20 μέτρα στο εσωτερικό τους. [45].
Η γέννα περιλαμβάνει 1 μόνον υποελλειπτικό αβγό, διαστάσεων 73,3 Χ 50 χιλιοστών και η επώαση που πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα, με βάρδιες που μπορεί να διαρκούν μέχρι και 6 ημέρες για τον κάθε γονέα, διαρκεί 52-55 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, αλλά αποκτούν πολύ γρήγορα βάρος και, μπορεί να ξεπεράσουν σε όγκο τους γονείς τους. Τρέφονται με πολλή εξεμεσμένη τροφή, αλλά κατά αραιά διαστήματα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ανάλογα με το πόσο καιρό λείπει ο γονέας που θα φέρει την τροφή. Γρήγορα εγκαταλείπονται εντελώς από τους γονείς τους, περίπου στις 4 ημέρες, αλλά δραστηριοποιούνται μόνοι τους τις νύχτες και ασκούνται στο πέταγμα, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να χάνουν το μεγάλο βάρος που είχαν κερδίσει. Συνήθως φεύγουν μόνοι τους για τη θάλασσα μετά από 85-97 ημέρες. [46].
Οι κύριες απειλές για το είδος είναι δυό: τα χωροκατακτητικά, μη αυτόχθονα θηλαστικά στις περιοχές φωλιάσματος και η αυξημένη θνησιμότητα από την αλιεία «παράπλευρων» αλιευμάτων. [47][48] Πρόσφατες μελέτες έχουν αναδείξει τις πιέσεις που ασκούν τα εισηγμένα είδη θηλαστικών, με τις αποικίες φωλιάσματος να παρουσιάζουν σημαντικές αυξήσεις στην αναπαραγωγική επιτυχία κατά τη διάρκεια επιβολής μέτρων ελέγχου των θηλαστικών. [49][50]
Ο αρτέμης είναι ένα από τα συνηθέστερα είδη θαλασσοπουλιών που πέφτουν «παράπλευρα» θύματα των αλιευμάτων στη Μεσόγειο, [51][52][53] με τις εκτιμήσεις του αριθμού των ατόμων που σκοτώνονται κάθε χρόνο από τα ισπανικά αλιευτικά σκάφη να κυμαίνονται από 200 [54] μέχρι 467-1,867 άτομα, δηλαδή εκτιμώμενο ποσοστό 4-6% του τοπικού πληθυσμού αναπαραγωγής. [55] Ανάλογα είναι και τα ποσοστά θανάτων στους αλιευτικούς στόλους της Μάλτας (1.220 άτομα ετησίως ή 8,5-10% του τοπικού πληθυσμού αναπαραγωγής), αν και αυτό είναι πιθανό να αποτελεί υπερεκτίμηση λόγω ασύμμετρης αναλογίας αλιευμάτων/αλιευτικών σκαφών. [56] Πάντως, οι ίδιες επιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν και στους διαχειμάζοντες πληθυσμούς. [57]
Η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως. [58] Ωστόσο, οι πληθυσμοί του εκτιμάται και προβλέπεται να εμφανίζουν μείωση της τάξηε του2%, χρονική περίοδο πάνω από τρεις γενιές (1980-2038), αν και αυτό βασίζεται σε στοιχεία από μόνο 6% του πληθυσμού. [59][60] Πάντως, μέχρι να επιβεβαιωθούν οι μετρήσεις επιβίωσης των ενηλίκων και οι πιθανότητες αναπαραγωγής στην Τυνησία, καθώς και σε άλλες σημαντικές θέσεις (π.χ. Ιταλία), κάθε εκτίμηση των συνολικών τάσεων του πληθυσμού για το είδος, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καθαρά θεωρητική. [61]
Παρόλο που ο αρτέμης είναι αρκετά κοινός στην ανοικτή θάλασσα, (Αιγαίο, Κρητικό και Ιόνιο), παραμένει ελάχιστα μελετημένο πτηνό. Οι αποικίες αναπαραγωγής στις Διονυσιάδες νήσους (Κρήτη), ωστόσο, παρακολουθούνται μετά το 1970. Χάρη σε αυτές είναι γνωστό ότι, η πτέρωση των νεοσσών πραγματοποιείται στα μέσα Οκτωβρίου, με τα περισσότερα πουλιά να έχουν φύγει μέχρι τα τέλη του ίδιου μήνα. Οι δακτυλιώσεις επιβεβαιώνουν την ισχυρή φιλοπατρία (philopatry) των νεαρών ατόμων, που επιστρέφουν στις θέσεις όπου γεννήθηκαν 3-4 χρόνια αργότερα, ενώ ζευγαρώνουν στα 5-7 χρόνια. Στην Ελλάδα, ο αρτέμης έρχεται από τα μέσα Μαρτίου και μετά, για να φωλιάσει κατά αποικίες σε πολλά νησιά, ενώ έχουν παρατηρηθεί και λιγοστά άτομα κατά την διάρκεια του χειμώνα. [62]
Είναι αρκετά κοινό είδος το καλοκαίρι και στον Σαρωνικό και τον Ευβοϊκό (Απρίλιο-Οκτώβριο), συχνά σε ομάδες των 60-100 ατόμων. [63]
Στον ελλαδικό χώρο o Αρτέμης απαντά και με τις ονομασίες Μουντέκι, [64] Θυελλοδύτης, Θυελλοπόρος, [65], Αρτίνα (Ιόνιο), Αρτένα, Καλικανάς (Κάσος) [66] και Πελαγόμυχος (Κύπρος) ή επίσης Κριστιάν. [67]
Ο Αρτέμης είναι θαλάσσιο πελαγικό πτηνό της οικογενείας των Ρινοτρυπιδών, που απαντά στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Calonectris diomedea και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).
Жолтоклуниот буравесник (Calonectris diomedea) (Кориевиот буравесник) или попознат во Макеоднија како Голем завој спаѓа во фамилијата на морските птици - цевконосни.
Според списокот на „Авибазата“ на Denis Lepage, оваа птица ја има во Македонија, но нејзиното присуство не е посведочено.
Жолтоклуниот буравесник (предвесник на бура) се идентификува по неговата големина. Тој е долг од 45 до 56 cm и има распон на крилјата од 112 до 126 cm. Во горниот дел од телото е кафеаво-сив, a долните делови му се бели. Има жолтеникав клун. Ги нема кафеавите дамки на стомакот, темните ознаки на рамењата и црната капа како големиот буравесник. Овие птици летаат со долги замавнувања, секогаш со крилата наведнати и искосени наназад, и имаат прав крилест лет сличен на големиот буравесник.
Овој вид се пари на острови и карпи на Медитеранот, а поретко и на атлантскиот брег на Пиринејскиот Полуостров. Се гнезди на отворена земја или помеѓу карпите, а поретко и во дупка. Снесуваат едно бело јајце. Гнездото го посетуваат само ноќе, за да ја намалат опасноста од грабливите големи морски галеби.
Во доцното лето и есента повеќето птици се преселници, и одат во југо-западните крајбрежја на Англија и Ирска. Се враќаат на Медитеранот во Февруари. Најголемата колонија е лоцирана на Дивјачките Острови и Мадеира.
Жолтоклуниот буравесник се храни со риби, мекотели и остатоци што се наоѓаат во морето, и може да се нурне длабоко до 15 метри, па и повеќе, во потрага по плен. Птиците често следат рибарски чамци и прават бука расправајќи се меѓу себе. Тие се птици што живеат во големи колонии, и може да се видат од брод во многу голем број. Фериботите на заливот Бискеј се особено добри за овој вид. Преку ден, на отворено море, тие се тивки птици, но ноќе, колониите кои се парат испуштаат бучни повици.
Постојат два подвида: Медитерантскиот (C. d. Diomedea) и Атлантскиот (C. d. Borealis) буравесник. Тие се слични во изгледот, иако Атлантскиот е малку поголем и има поцврст клун. Тие најдобро се разликуваат по ознаката под крилото. Тие се прилично различни, па затоа некои ги сметаат за различен вид (Heidrich et al. 1998). Од тие причини C.d. Diomedia е преименуван во Скополиев буравесник. Англискиот назив на птицата „Кориев“ буравесник потекнува од американскиот орнитолог Чарлс Б. Кори.
Буравесникот од Зелен ’Рт C. edwardsii се сметал за подвид на жолтоклуниот буравесник, но подоцна бил одвоен како посебен вид (Snow & Perrins 1998). Тој е ендемичен вид на островите Зелен ’Рт. Целиот е црн, тенок стомак, има потемна глава и е повисок од жолтоклуниот. Тој има потипичен лет на буравесник, отколку жолтоклуниот, со поцврст замав и побрзо мафтање на крилјата.
Група жолтоклуни буравесници на Мадеира
Жолтоклуниот буравесник (Calonectris diomedea) (Кориевиот буравесник) или попознат во Макеоднија како Голем завој спаѓа во фамилијата на морските птици - цевконосни.
Според списокот на „Авибазата“ на Denis Lepage, оваа птица ја има во Македонија, но нејзиното присуство не е посведочено.