Η ρέγγα είναι ένα λιπαρό ψάρι του γένους Clupea το οποίο βρίσκεται στα ρηχά και ζεστά νερά του βόρειου Ειρηνικού και του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού και της Βαλτικής.[1] Δύο είδη Clupea αναγνωρίζονται, η ρέγγα του Ατλαντικού (Clupea harengus) και η ρέγγα του Ειρηνικού (Clupea pallasii) και καθεμία χωρίζεται σε υποείδη. Οι ρέγγες είναι κυνηγόψαρα, κινούνται σε μεγάλα κοπάδια, και πλησιάζουν την άνοιξη στις ακτές της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου αλιεύονται και συντηρούνται συνήθως παστά ή καπνιστά. Φτάνει σε ηλικία 20 με 25 ετών.
Τα δύο είδη Clupea ανήκουν στην μεγαλύτερη οικογένεια Clupeidae (herrings, shads, σαρδέλες, menhadens), η οποία περιλαμβάνει περί τα 200 είδη με κοινά χαρακτηριστικά. Είναι ασημένια με ένα ραχιαίο πτερύγιο, το οποίο είναι μαλακό, χωρίς στηρικτικό ιστό. Δεν έχουν πλευρική γραμμή και η κάτω γνάθος τους προεξέχει. Το μέγεθός τους ποικίλει ανάλογα με το υποείδος: Η ρέγγα της Βαλτικής (Clupea harengus membras) είναι μικρή, 14 με 18 εκατοστά, η κοινή ρέγγα του Ατλαντικού (C. h. harengus) μπορεί να φτάσει τα 46 εκατοστά (18 ίντσες) και τα 700 γραμμάρια βάρος , και η ρέγγα του Ειρηνικού φτάνει περί τα 38 εκατοστά. Έχει πρασινωπά λέπια, γαλάζια πλάτη και ασημόχρωμη κοιλιά.
Η ρέγγα ζει κοπαδιαστά σε ψυχρά νερά με μέτριο βαθμό αλμυρότητας και πλησιάζει τις ακτές μεταξύ Απριλίου-Ιουνίου. Ζει, κυρίως, στις θάλασσες που περιβάλλουν την Ασία και την Βόρεια Ευρώπη, αλλά και κατά το μήκος των ακτών της Νότιας και της Βόρειας Αμερικής. Σπάνια απαντιέται στην Μεσόγειο θάλασσα, στην περιοχή του Γιβραλτάρ.
Στους εχθρούς της ρέγγας περιλαμβάνονται ο άνθρωπος, τα θαλασσοπούλια, τα δελφίνια, οι θαλάσσιες χελώνες, άλλα κυνηγόψαρα, φώκιες, φάλαινες και άλλα μεγάλα ψάρια.
Οι νεαρές ρέγγες τρέφονται με φυτοπλαγκτόν και καθώς μεγαλώνουν αρχίζουν να τρέφονται με μεγαλύτερους οργανισμούς. Οι ενήλικες ρέγγες τρέφονται με ζωοπλαγκτόν, μικρά ζώα που βρίσκονται στην επιφάνεια των ωκεανών, μικρά ψάρια και προνύμφες ψαριών. Κωπήποδα και άλλα μικρά καρκινοειδή αποτελούν την κύρια μορφή ζωοπλαγκτού με την οποία τρέφεται η ρέγγα. Η ρέγγα τρέφεται κυρίως το βράδυ κολυμπώντας με το στόμα ανοικτό και φιλτράροντας το πλαγκτόν από το νερό.
Οι ενήλικες ρέγγες αλιεύονται για το κρέας τους και τα αυγά τους τα οποία χρησιμοποιούνται συχνά για δολώματα. Η εμπορία ρέγγας αποτελεί σημαντικό τμήμα πολλών εθνικών οικονομιών. Στην Ευρώπη η ρέγγα συχνά αποκαλείται το ασήμι της θάλασσας και η εμπορία της θεωρείται η εμπορικά πιο σημαντική στην ιστορία της αλιείας.[2]
Η ρέγγα αποτελεί βασική πηγή τροφής τουλάχιστον από το 3000 π.Χ. Υπάρχουν πολλοί τρόποι σερβιρίσματος και πολλές τοπικές συνταγές: ωμή, μετά απο ζύμωση, τουρσί, η παλαιωμένη με διάφορους τρόπους.
Οι ρέγγες έχουν μεγάλη περιεκτικότητα Ω-3 λιπαρών.[3] Είναι επίσης πηγές βιταμίνης D.
Οι ρέγγες φέρουν επίσης διοξίνες, όμως πηγές θεωρούν ότι τα πλεονεκτήματα από τα Ω-3 είναι στατιστικά ισχυρότερα από τους ενδεχόμενους κινδύνους λόγων διοξινών.[4] Το επίπεδο διοξινών εξαρτάται από την ηλικία και το μέγεθος του ψαριού. Ρέγγες μικρότερες από 17 εκατοστά μπορούν να τρώγονται ελεύθερα ενώ μεγαλύτερες μπορούν να τρώγονται ανα δεκαπενθήμερο.[5]
Η ρέγγα είναι ένα λιπαρό ψάρι του γένους Clupea το οποίο βρίσκεται στα ρηχά και ζεστά νερά του βόρειου Ειρηνικού και του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού και της Βαλτικής. Δύο είδη Clupea αναγνωρίζονται, η ρέγγα του Ατλαντικού (Clupea harengus) και η ρέγγα του Ειρηνικού (Clupea pallasii) και καθεμία χωρίζεται σε υποείδη. Οι ρέγγες είναι κυνηγόψαρα, κινούνται σε μεγάλα κοπάδια, και πλησιάζουν την άνοιξη στις ακτές της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου αλιεύονται και συντηρούνται συνήθως παστά ή καπνιστά. Φτάνει σε ηλικία 20 με 25 ετών.